- συνῆν
- см. σύν—ειμι
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
συνῆν — σύνειμι 1 sum imperf ind act 1st sg σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνεύω — ΝΜΑ [πόρνη] 1. παρέχω το σώμα μου για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής («μειράκιον μὲν οὖν πάνυ ὡραῑον... ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ συνῆν ἐπὶ μισθῷ τοῑς βουλομένοις», Λουκιαν.) 2. μέσ. πορνεύομαι είμαι ή γίνομαι πόρνη νεοελλ. κάνω μια γυναίκα… … Dictionary of Greek